- ξηρότερον
- ξηρόςdryadverbial compξηρόςdrymasc acc comp sgξηρόςdryneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύογκος — εὔογκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης 2. φρ. «εὔογκος φωνή» ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή 3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος 4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ… … Dictionary of Greek